ταμπούρ

ταμπούρ
το, Ν
μουσ. λαουτοειδές όργανο με μακρύ βραχίονα με τάστα και δύο ώς δέκα διπλά ζεύγη μεταλλικών χορδών στερεωμένων με εμπρόσθια και πλάγια κλειδιά για το κούρδισμα, το οποίο χρησιμοποιείται με διάφορες ονομασίες, από τα Βαλκάνια ώς τη βορειοδυτική Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tambour < αραβ. tambūr < περσ. tabir (πρβλ. ταμπούρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”